κουβίκουλο(ν)

κουβίκουλο(ν)
το (Μ κουβίκουλον)
1. νεκρικός θάλαμος με σχήμα θολωτού τάφου στις κατακόμβες, κουβούκλιο
2. (στο Βυζάντιο) α) ο κοιτώνας τού αυτοκράτορα
β) το αυτοκρατορικό θεωρείο στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. cubo «κείμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”